ACTH: αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη που παράγεται από την υπόφυση για να διεγείρει τα επινεφρίδια. Υπερβολικά επίπεδα οδηγούν σε προβλήματα γονιμότητας.
Αδύναμος τράχηλος: εξασθενημένος τράχηλος που ανοίγει πρόωρα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή.
Αζωοσπερμία: η απουσία σπερματοζωαρίων στο σπερματικό υγρό, που συνήθως προκαλείται από απόφραξη ή άλλους παράγοντες.
ΑΜΗ: Αντιμυλλέριος ορμόνη: Παράγεται από τα κοκκώδη κύτταρα των ωοθυλακίων και αποτελεί σημαντικό δείκτη του ωοθηκικού αποθέματος και της γονιμότητας μιας γυναίκας.
Αμηνόρροια: απουσία περιόδου.
Ανάλυση σπέρματος: μια βασική εξέταση ανδρικής γονιμότητας που γίνεται για την αξιολόγηση του αριθμού των σπερματοζωαρίων, την κινητικότητα, καθώς και την μορφολογία τους.
Ανδρογόνα: ανδρικές ορμόνες όπως η τεστοστερόνη που αν τα επίπεδα τους δεν είναι φυσιολογικά δημιουργούν προβλήματα γονιμότητας σε άνδρες και γυναίκες.
Ανδρολόγος: επιστήμονας που ειδικεύεται στην μελέτη της αναπαραγωγής στο ανδρικό φύλο.
Ανευπλοειδία: αναφέρεται στον μη φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων.
Ανωοθυλακιορρηξία: μια κατάσταση που η γυναίκα δεν αποδεσμεύει ώριμα ωάρια σε τακτική βάση για γονιμοποίηση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα.
Αποβολή: απώλεια της εγκυμοσύνης.
Ασθενοζωοσπερμία: χαμηλή κινητικότητα σπέρματος.
Β Χοριακή: ορμόνη (χοριακή γοναδοτροπίνη) που μετράται με μια απλή εξέταση αίματος για επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης.
Βιοψία του ενδομητρίου: μια διαδικασία στην οποία συλλέγεται ένα δείγμα από την εσωτερική “επένδυση” της μήτρας (ενδομητρικός ιστός) για ιστολογική εξεταση.
Βλαστοκύστη: ένα έμβρυο 5ης -6ης ημέρας που αποτελείται από 70-100 κύτταρα, τα οποία διακρίνονται σε 2 ομάδες κυττάρων, την εμβρυοβλάστη στο εσωτερικό και την τροφοβλάστη στο εξωτερικό. Από την εμβρυοβλάστη θα αναπτυχθεί το έμβρυο, ενώ η τροφοβλάστη θα σχηματίσει τον πλακούντα.
Βρωμοκριπτίνη: φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη μείωση των επιπέδων της ορμόνης προλακτίνη όταν είναι σε παθολογικά επίπεδα.
Γοναδοτροπίνες: ενέσιμα φάρμακα εξωσωματικής γονιμοποίησης που περιέχουν FSH ή συνδυσμό FSH/ LH.
Δίκερος μήτρα: δισπλασία της μήτρας όπου το ανώτερο τμήμα της είναι διπλό.
Ειδικός γονιμότητας: ένας γιατρός που ειδικεύεται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και εξωσωματική γονιμοποίηση.
Ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών: θεραπεία για την ανάπτυξη πολλαπλών ωοθυλακίων με χρήση ορμονών.
Έμβρυο: τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης ενός μωρού.
Εμβρυολόγος: επιστήμονας που έχει προηγμένες γνώσεις στις εργαστηριακές τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Εμφύτευση: η εμφύτευση ενός γονιμοποιημένου ωαρίου (εμβρύου) στη μήτρα.
Ενδομήτριο: η εσωτερική επένδυση (ιστός) της μήτρας. Αυτός ο ιστός ανταποκρίνεται στην κυκλική παραγωγή των ωοθηκικών ορμονών, παχαίνει και προετοιμάζεται για πιθανή εμφύτευση του εμβρύου, ενώ εάν τελικά δεν υπάρξει κύηση, απορρίπτεται κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως.
Ενδομητρίωση: είναι η παρουσία του ενδομητρικού ιστού σε περιοχές έξω από την μήτρα. Αυτή η κατάσταση αποτελεί κύριο αίτιο υπογονιμότητας. Η διάγνωση απαιτεί λαπαροσκόπηση.
Ενδοωαριακή έχγυση σπέρματος (ICSI): μια προηγμένη εργαστηριακή τεχνική για την αντιμετώπιση της ανδρικής υπογονιμότητας, στην οποία ένα μόνο σπερματοζωάριο εισάγεται σ’ ένα ωάριο.
Εξέταση για αντισώματα Ερυθράς: μια εξέταση αίματος που προσδιορίζει αν ο ασθενής δεν έχει ανοσία στην ερυθρά, μια ιογενή νόσο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές γενετικές ανωμαλίες.
Εξωμήτριο: μια εγκυμοσύνη όπου το έμβρυο εμφυτεύεται εκτός της μήτρας. Δηλαδή εμφυτεύεται στην σάλπιγγα, την ωοθήκη ή στην κοιλιακή κοιλότητα. Μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση.
Εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF): μια διαδικασία στην οποία ένα ή περισσότερα ωάρια γονιμοποιούνται με σπέρμα στο εργαστήριο.
Θερμοκρασία του σώματος: η θερμοκρασία του σώματος μιας γυναίκας μόλις ξυπνήσει που μπορεί να είναι ένδειξη ωορρηξίας.
Θυλακιοτρόπος ορμόνη FSH: μια ορμόνη του διεγείρει την ανάπτυξη των ωοθυλακίων και τη σπεματογένεση.
Θυρεοειδής αδένας: ο αδένας στο μπροστινό μέρος του λαιμού που παράγει θυρεοειδικές ορμόνες για τη ρύθμιση του μεταβολισμού.
Ινομύωμα: καλοήθης όγκος που βρίσκεται στην μήτρα και αποτελείται από συνδετικούς ιστούς.
Καρυότυπος: μια γενετική ανάλυση που δείχνει αν τα χρωμοσώματα είναι φυσιολογικά.
Κιτρική Κλομιφαίνη: φάρμακο για την ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών. Συνήθως συνδυάζεται με σπερματέγχυση.
Κόλπος: το πέρασμα που οδηγεί από τον τράχηλο της μήτρας στο εξωτερικό του σώματος.
Κρυοσυντήρηση: μια διαδικασία που χρησιμοποιείται για να διατηρήσει σε βαθειά κατάψυξη ωάρια, σπέρμα, έμβρυα ή άλλο βιολογικό υλικό.
Λαπαροσκόπηση: μια επέμβαση που χρησιμοποιείται μια μικρή κάμερα για να μπορέσει ο γιατρός να δει το εσωτερικό του σώματος. Η λαπαροσκόπηση χρησιμοποιείται για διαγνωστικούς σκοπούς ή για χειρουργικές επεμβάσεις όπως η αφαίρεση ινομυωμάτων, η θεραπεία ενδομητρίωσης κα.
Μήτρα: πλέον σημαντικό τμήμα του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος μέσα στο οποίο μεγαλώνει το έμβρυο.
Οιστρογόνα: θηλυκές ορμόνες που παίζουν μεγάλο ρόλο στην αναπαραγωγική διαδικασία. Παράγονται κυρίως από τις ωοθήκες από την έναρξη της εφηβείας μέχρι την εμμηνόπαυση. Το πιο σπουδαίο οιστρογόνο είναι η οιστραδιόλη.
Ολιγοσπερμία: όταν ο αριθμός των σπερματοζωαρίων είναι παθολογικά χαμηλός.
Ουρήθρα: ο σωλήνας που επιτρέπει στα ούρα να περάσουν μεταξύ της ουροδόχου κύστης και του εξωτερικού του σώματος.
Παπ τεστ: μια εξέταση για την αξιολόγηση των κυττάρων του τραχήλου της μήτρας για να προσδιοριστεί αν είναι φυσιολογικά ή έχουν υποστεί αλλοιώσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε καρκίνο.
Πολύδυμη κύηση: η κύηση δύο ή περισσότερων εμβρύων στην ίδια γυναίκα την ίδια χρονική περίοδο.
Προγεστερόνη: η ορμόνη που παράγεται από το ωχρό σωματίο κατά το δεύτερο ήμισυ του κύκλου. Προετοιμάζει την μήτρα να δεχτεί την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου.
Προεμφυτευτική γενετική διάγνωση: έλεγχος με προηγμένες γενετικές τεχνικές των εμβρύων πριν από την εμφύτευση τους στα πλαίσια εξωσωματικής γονιμοποίησης, για την ανίχνευση γενετικών ανωμαλιών.
Πρόκληση ωορρηξίας: η θεραπευτική χρήση ορμονών για την ανάπτυξη και την απελευθέρωση των ωαρίων από τις ωοθήκες.
Προλακτίνη: μια ορμόνη που προετοιμάζει το στήθος για παραγωγή γάλακτος κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια: η πρόωρη απώλεια της ομαλής λειτουργίας των ωοθηκών που συνδέεται με υψηλά επίπεδα γοναδοτροπίνων και χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων, πριν την ηλικία των 35 ετών.
Σάλπιγγες: σωλήνες μέσα στους οποίους πραγματοποιείται η γονιμοποίηση, αφού αρχικά συλλέξουν το ωάριο από την ωοθήκη κατά την ωορρηξία, και στη συνέχεια τα γονιμοποιημένο ωάριο οδηγείται στην μήτρα.
Σπερματέχγυση: μια διαδικασία κατά την οποία κατάλληλα επεξεργασμένο σπέρμα εισάγεται στην μήτρα μιας γυναίκας μέσω ενός μικρού καθετήρα με σκοπό την αναπαραγωγή.
Στένωση του τραχήλου: απόφραξη του τραχήλου πιθανώς από επιπλοκές χειρουργικών επεμβάσεων.
Σύνδρομο Asherman: μια κατάσταση όπου τα τοιχώματα της μήτρας προσκολλώνται το ένα στο άλλο. Συνήθως προκαλείται από φλεγμονή της μήτρας.
Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών: μια κατάσταση που εμφανίζεται σε γυναίκες που έχουν υψηλά επίπεδα ανδρογόνων τα οποία προκαλούν προβλήματα στην ωορρηξία και κύστες στις ωοθήκες.
Σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών: μια σοβαρή παρενέργεια από την φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών κατά την θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Τεστοστερόνη: ανδρική ορμόνη υπεύθυνη για την σεξουαλική ορμή και την σπερματογένεση.
Τράχηλος: το κατώτερο τμήμα της μήτρας που βρίσκεται εντός του κόλπου.
Τραχηλική βλέννα: εκκρίσεις που παράγονται από τον τράχηλο της μήτρας. Η πυκνότητα της βλέννας ποικίλλει ανάλογα με τη φάση του εμμηνορροϊκού κύκλου.
Υπερηχογράφημα (γυναικολογικό): εξειδικευμένο είδος διακολπικού ή κοιλιακού υπερήχου που χρησιμοποιείται για να απεικονίσει και να αξιολογίσει τη μήτρα και τις ωοθήκες.
Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή: ιατροφαρμακευτικές θεραπείες που στοχεύουν στο να βοηθήσουν τα ζευγάρια που έχουν πρόβλημα γονιμότητας.
Υπογονιμότητα: η αδυναμία σύλληψης και εγκυμοσύνης μετά από 12 μήνες προσπάθειας σε γυναίκες κάτω των 35 ετών. Για γυναίκες άνω των 35 ετών μετά από έξι μήνες προσπάθειας μπορεί να θεωρηθεί ότι ίσως υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Υποθάλαμος: ένα μέρος του εγκεφάλου που εκκρίνει την εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών GnRH.
Υπόφυση: ο αδένας που ελέγχει τις ορμονικές λειτουργίες. Βρίσκεται στην βάση του εγκεφάλου και ελέγχει τις ορμόνες σε όλο το σώμα και τον θυροειδή αδένα.
Υστεροσαλπιγγογραφία: μια διαδικασία που γίνεται με ακτίνες Χ για να προσδιοριστεί αν οι σάλπιγγες λειτουργούν κανονικά. Μια χρωστική ουσία περνάει μέσα από τις σάλπιγγες και έτσι μπορεί και να καθαρίσει τυχόν βλέννες που μπορεί να υπάρχουν, έχοντας έτσι εκτός από διαγνωστική και θεραπευτική δράση.
Υστεροσκόπηση: είναι μια χειρουργική διαδικασία κατά την οποία ένα μικρό τηλεσκόπιο εισάγεται μέσω του κόλπου για να εξερευνήσει το εσωτερικό της μήτρας.
Φλεγμονώδης νόσος της πυελού: λοίμωξη των πυελικών οργάνων που προκαλεί ασθένεια και μπορεί να οδηγήσει σε απόφραξη των σαλπίγγων και σε πυελικές συμφύσεις.
Χρωμοσώματα: κυτταρικές δομές που φέρουν το γενετικό υλικό.
Ωοθήκες: όργανα στο γυναικείο σώμα που περιέχουν τα ωοθυλάκια και ως εκ τούτου και τα ωάρια και παράγουν οιστρογόνα και προγεστερόνη.
Ωοθηκική ανεπάρκεια: η αποτυχία των ωοθηκών να ανταποκριθούν στην ορμόνη FSH εξαιτίας κάποιας παθολογίας των ωοθηκών.
Ωοθυλάκια: σάκκοι γεμάτοι υγρό στην ωοθήκη οι οποίοι περιέχουν ωάρια που απελευθερώνονται κατά την διάρκεια της ωορρηξίας.
Ωοθυλακική φάση: η πρώτη φάση του έμμηνου κύκλου, πριν από την ωορρηξία, κατά την οποία τα ωοθυλάκια μεγαλώνουν και τα επίπεδα των οιστρογόνων αυξάνονται, προκαλώντας πάχυνση και του ενδομητρίου. Αυτο διαρκεί περίπου 12-16 ημέρες.
Ωορρηξία: απελευθέρωση ενός ώριμου ωαρίου από ένα ωοθυλάκιο στην επιφάνεια της ωοθήκης.
Ωχρινική φάση: οι ημέρες του έμμηνου κύκλου μετά την ωορρηξία, που τελειώνει με την έμμηνο ρύση. Συνήθως διαρκεί 14 ημέρες.
Ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH): μια ορμόνη που παράγεται στην υπόφυση και προκαλεί την παραγωγή στεροειδών, κυρίως οιστραδιόλης, στην ωοθήκη. Δρα σε συνεργασία με τη θυλακιοτρόπο ορμόνη. Μετά την ωορρηξία, η LH διατηρεί το ωχρό σωμάτιο, που παράγει προγεστερόνη.
Ωχρινοτρόπος Ορμόνη LH – διέγερση: απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων της ωχρινοτρόπου ορμόνης κατά την διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου της γυναίκας. Αυτό έχει αποτέλεσμα την απελευθέρωση ενός ώριμου ωαρίου (ωορρηξία).
Ωχρό σωμάτιο: ότι έχει απομείνει από το ωοθυλάκιο στην ωοθήκη μετά την ωοθυλακιορρηξία. Ορισμένες φορές μπορεί να μετατραπεί σε κύστη οπότε και ονομάζεται κύστη ωχρού σωματίου.