«Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς»…
Ακινητοποιημένη, χωρίς τη δυνατότητα λόγω τραυματισμού να μπορώ να τρέξω από το πρόβλημα και από τις σκέψεις, χωρίς να μπορώ να αθληθώ και να νιώσω ότι ανήκω κάπου και ότι σε κάτι είμαι καλή, βρέθηκα αδύναμη και λυγισμένη αντιμέτωπη με τους χειρότερους φόβους μου. Ένας ατελής οργανισμός, μία μισή γυναίκα, μία ροζ φούσκα, απ’ έξω γυαλιστερή, από μέσα άδεια. Ο κόσμος γύρω μου γεμάτος από έγκυες λες και έπεσε επιδημία στην οποία εγώ έχω ανοσία. Άρχισα να πέφτω..μέρα με τη μέρα πιο κάτω, να πνίγομαι σε ανεξήγητα κλάματα, να προσπαθώ να κοιμηθώ, όσο γίνεται πιο πολύ, όσο γίνεται πιο βαθιά. Δεν ήθελα κανέναν, βρήκα άλλοθι στο τσακισμένο μου πόδι και εξαφανίστηκα.
Ο άντρας μου δούλευε και για τους δυο, έλεγα ότι είμαι καλά, έσφιγγα τα δόντια μέχρι να φύγει για δουλειά και ανυπομονούσα να χώσω το κεφάλι κάτω απ το μαξιλάρι και τα νύχια στο δέρμα και να ουρλιάζω για ώρα με όλη μου τη δύναμη. Σκεφτόμουν να κάνω υπομονή, να κάνω την επέμβαση στο πόδι και μετά θα ξαναπροσπαθήσω. Έτσι και έγινε.
Ξανά εξωσωματική με βλαστοκύστες. Εγκυμοσύνη. Συγκρατημένη αισιοδοξία, υψηλή χοριακή, σχεδόν τριπλασιασμός, ραντεβού για τον πρώτο υπέρηχο και… Αίματα. Κλάματα. Ξανά τον ίδιο δρόμο, ξανά ακίνητη στο κρεβάτι, ξανά προσευχές, ευχές, ξανά χοριακές. Μία μέρα σηκώθηκα για να πάω για χιλιοστή φορά στο μπάνιο, αυτή τη φορά όμως τα αίματα έτρεχαν στα πόδια μου. Δε θυμάμαι πως φτάσαμε στο νοσοκομείο. Ακούσαμε καρδιά! Έκλαιγα, τώρα όμως από χαρά. Θυμάμαι να μη μιλάμε στο αυτοκίνητο επιστρέφοντας, να σκέφτομαι από μέσα μου.. «Κάνε να ζήσει το μωράκι μου και εγώ..» Υποσχέσεις και τάματα. Η εγκυμοσύνη κύλησε εφιαλτικά, 8 μήνες στο κρεβάτι με αποκόλληση μεγάλη αρχικά και συσπάσεις έντονες στην πορεία. Ένιωθα πως ανά πάσα στιγμή θα τιμωρηθώ για κάτι που άθελα μου ίσως να είχα κάνει σε κάποια ζωή άλλη. Έζησα με το φόβο και την αγωνία και το σώμα μου τσακίστηκε.
Όταν η κύηση ήταν πλέον βιώσιμη ξεκίνησαν οι φαγούρες..δερματίτιδα, λέει, της εγκυμοσύνης… εξανθήματα μέχρι και στο κεφάλι, δεν πήρα φάρμακα για να μη βλάψω το μωρό. Δε θα μιλήσω για τον τοκετό, και εκεί δύσκολα. Και μετά το δέρμα μου υπέφερε κι άλλο και άλλα, αλλά ούτε γι αυτά θα μιλήσω. Η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου δεν ήταν όταν γεννήθηκε ο μπέμπης, ούτε όταν ασφαλής πια ξάπλωσε στο σώμα μου και χόρτασε από εμένα.
Η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου ήταν όταν πήγα για βιοψία ένα μεγάλο πήγμα αίματος, με διάμετρο 5 εκατοστά, με αίματα ακόμα στα χέρια και στα πόδια, με δάκρυα στα μάτια και χωρίς φωνή απ τα αναφιλητά, και ο γιατρός μου είπε πρώτα να δει τον υπέρηχο… και η καρδούλα του μωρού μου χτυπούσε, ρυθμικά και ευχαριστημένα. «Δεν αποβάλαμε» μου είπε ο γιατρός. Αυτό το μωρό θέλει να ζήσει.
Για μένα το όνειρο της μητρότητας είχε καταντήσει ένας πεισματικός αγώνας ενάντια στο άδικο, στο άγνωστο, στο παράλογο. Προσπαθούσα για να μη σταματήσω να ελπίζω, οι δυνάμεις μου όμως με είχαν εγκαταλείψει, η πίστη μου είχε δοκιμαστεί και έχανε, δεν τον άντεχα άλλο το σταυρό που σήκωνα. Ήμουν η σκιά του εαυτού μου, ζήλευα πολύ, με μισούσα για να μη μισώ, με λυπόμουν, ένιωθα ανίκανη και άχρηστη, ελλιπής, ανεπαρκής, λίγη και μικρή.